- λιανοπουλώ
- λιανοπούλησα, πουλώ λιανικά, σε μικρές ποσότητες: Η γιαγιά μου λιανοπουλούσε τα λαχανικά από τον κήπο της στους συχωριανούς της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιανοπουλώ — άω βλ. λειανοπουλώ … Dictionary of Greek